- ἀναθεματικώς
- ἀ̱ναθεματικώς , ἀναθεματίζωdevote to evilperf part act masc nom/voc sg (doric aeolic)ἀναθεματικόςCultes Égyptiensmasc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.